- έκπτωση
- η (AM ἔκπτωσις)1. πτώση προς τα έξω2. πτώση προς τα κάτω3. ηθική ή κοινωνική μείωσημσν.- νεοελλ.1. αφαίρεση αξιώματος, βαθμού, εξουσίας2. ελάττωση τής τιμής εμπορεύματος ή τού πληρωτέου ποσού σε λογαριασμούςνεοελλ.1. στέρηση δικαιωμάτων ή ακύρωση συμβάσεων επειδή δεν τηρήθηκαν από τους αναδόχους οι αρχικοί όροι2. ποινή εκκλησιαστικού δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία αφαιρείται το αξίωμα από κληρικό ή μοναχό αλλά όχι και η ιερωσύνη3. ποινή σε στρατιωτικό που συνεπάγεται στέρηση τού βαθμού και τού δικαιώματος να φέρει οποιοδήποτε παράσημο4. ποινή δημοσίου υπαλλήλου, κατά την οποία δεν μπορεί να επανέλθει σε καμιά περίπτωση στην υπηρεσία5. φρ. «διανοητική έκπτωση» — απώλεια διανοητικών ικανοτήτων6. απώλεια περιουσιακού στοιχείου κατόπιν δικαστικής αποφάσεως7. φρ. «έκπτωση φθόγγου» — απώλεια, σίγηση φωνήεντος ή συμφώνου κατά την προφορά8. πλευρική μετατόπιση πλοίου σε διεύθυνση αντίθετη προς τον άνεμο ενώ η πλώρη είναι στραμμένη προς την κανονική πορείααρχ.1. εξορία2. απομάκρυνση από τον στόχο, αποτυχία στον σκοπό3. εκτροπή από την κανονική πορεία4. διαφυγή, διαρροή («ἔκπτωσιν τοῡ θερμοῡ»)5. εξάρθρωση μέλους τού σώματος6. εξαγωγή τού υστέρου μετά τον τοκετό7. πρόπτωση τής μήτρας8. μαρασμός τής σάρκας, ο οποίος οφείλεται σε ερυσίπελας.
Dictionary of Greek. 2013.